- ταχυεργός
- -ό / ταχυεργός, -όν, ΝΜΑΟ γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργουαρχ.1. ευσπευσμένος, βιαστικός2. ασταθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -εργός (< ἔργον*), πρβλ. θρασυ-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχυεργός — doing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυεργόν — ταχυεργός doing masc/fem acc sg ταχυεργός doing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ταχυεργής — ές, ΝΜΑ ταχυεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + εργής (< ἔργον), πρβλ. βαρυ εργής] … Dictionary of Greek
ταχυεργία — η, ΝΜΑ [ταχυεργός] ταχύτητα κατά τη διεξαγωγή έργου αρχ. 1. το να σπεύδει κανείς, σπουδή 2. αστάθεια … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχυεργῶς — ταχυεργής adverbial (attic epic doric) ταχυεργός doing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)